- Πανταλόνε
- Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)· ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το όνομα Π. προήλθε από τα μακριά παντελόνια που φορούσε αρχικά, ενώ άλλοι από το όνομα Πανταλεόνε, πολύ κοινό στη Βενετία.
Ο Π. φοράει πουκάμισο, καλσόν και κάλτσες κόκκινες, μαύρο μανδύα με κουκούλα, έχει γαμψή μύτη και μυτερό γένι. Με τον καιρό ο χαρακτήρας του Π. –βασισμένος στη σχολαστικότητα και στην ευκολία να παρασύρεται (παρά την ηλικία του) σε ριψοκίνδυνες ερωτικές περιπέτειες– χωρίς να χάσει τα κύρια γνωρίσματά του, αποκτά μια φρόνηση πιο ανθρώπινη, η οποία θριαμβεύει με τον Γκολντόνι, ο οποίος τον παρουσιάζει συνήθως σαν ένα γέρο ιδιότροπο και κάπως τυραννικό, αγκιστρωμένο στις παλιές συνήθειες, που τελικά όμως διορθώνει με τα πλούτη του τις απερισκεψίες της νέας γενιάς.
Ο Πανταλόνε, γέρος φιλάργυρος έμπορος, εivaι ένα από τα δημοφιλέστερα πρόσωπα της βενετσιάνικης Koμέντια ντελ’ άρτε.
* * *ο(θεατρ.-λογοτ.) χαρακτήρας τής ιταλικής κομέντια ντελ άρτε τού 16ου αιώνα και αργότερα τής γαλλικής και τής αγγλικής θεατρικής σκηνής, που αντιπροσώπευε τον τύπο τού πονηρού άρπαγα εμπόρου τής Βενετίας, ο οποίος όμως έπεφτε συχνά θύμα απάτης.
Dictionary of Greek. 2013.